ταυρομαχία

ταυρομαχία
(στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι Έλληνες (ταυροκαθάψια, ταυροκαθάπτης), οι Eτρούσκοι και οι Ρωμαίοι. Συγκεκριμένους κανόνες για τη διεξαγωγή των τ. έθεσαν πρώτοι οι Μαυριτανοί και ιδίως οι Ισπανοί που έκαναν την τ. εθνική εορτή. Ο αγώνας, που συνοδεύεται πάντοτε από πλούσιο θέαμα με παραδοσιακά λαογραφικά στοιχεία, τελείται σύμφωνα με καθιερωμένο επιβλητικό τελετουργικό και κανόνες, ώστε η όλη εκδήλωση να παίρνει εορταστικό χαρακτήρα. Η τ. διεξάγεται στην αρένα (ανοιχτός κυκλικός στίβος με κερκίδες, ισπανικά plaza). Οι ταύροι –κατά κανόνα 6– μοιράζονταν με κλήρωση σε 3 ταυρομάχους (matadores ή espadas) που πρέπει, αφού ο καθένας εκτελέσει ένα επικίνδυνο θεαματικό παιχνίδι με το ερεθισμένο ζώο, να το σκοτώσει με το σπαθί του. Η αγωνιστική ομάδα αποτελείται από έναν matador, δύο picadores (έφιπποι ακοντιστές), τρεις banderilleros (πεζοί ακοντιστές), οι οποίοι εκτελούν τα 3 θεαματικά μέρη κάθε ταυρομαχίας. Μεγάλες μορφές ταυρομάχων κατόρθωσαν να κάνουν την τ. θέαμα με τεχνική και αισθητική αξία. Στην Ισπανία υπάρχουν πάνω από 400 plazas de toros, τ. όμως τελούνται και στην Πορτογαλία και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με διάφορες παραλλαγές στους κανόνες του αγωνίσματος και στο θεαματικό τελετουργικό της γιορτής. Οι τ. ενέπνευσαν πολλούς ποιητές και συγγραφείς, όπως τους παλαιούς ποιητές των cancion popular taurina, τον Λόρκα και τον Χέμινγουεϊ. Παράσταση που εικονίζει ταυροκαθάψια σε μινωική σαρκοφάγο (Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο). Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Διαδοχικές φάσεις ταυρομαχίας, χαρακτηριστικές της προσπάθειας του ταυρομάχου να προσφέρει, ταυτόχρονα με τη βασική επιδίωξη του, και θέαμα στο πολυάριθμο κοινό της αρένας. Ταυρομαχία προσφιλές θέαμα στην Ιβηρική χερσόνησο, που οι ρίζες του ανάγονται στην αρχαιότητα (φωτ. ΑΠΕ). Ταυρομαχία στη Σαραγόσα της Ισπανίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΑ
πάλη με ταύρους
νεοελλ.
αγωνιστικό θέαμα, πολύ αγαπητό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη νότια Γαλλία και τη Λατινική Αμερική, κατά το οποίο, έπειτα από μια αγωνιστική διαδικασία με συγκεκριμένο τυπικό, ο ταυρομάχος σκοτώνει έναν ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μαχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυρομάχια — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • ταυρομαχία — η ισπανικό αγώνισμα με πάλη μεταξύ ανθρώπου και εξαγριωμένου ταύρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Bullfighting — bull fighting redirects here. For the Taiwanese TV series, see Bull Fighting (TV series). For the rodeo performer, see bullfighter (rodeo). Bullfighting, Édouard Manet, 1865–1866 …   Wikipedia

  • Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Μανολέτε — (Manolete, Κόρντομπα 1917 – Λιναρές Χαέν 1947). Προσωνυμία του Ισπανού ταυρομάχου (ματαντόρ) Μανουέλ Λορεάνο Ροντρίγκεθ Σάντσεθ (Manuel Laureano Rodriguez Sanchez). Καταγόταν από οικογένεια ταυρομάχων. Άρχισε να αγωνίζεται νεότατος και το 1939… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Tauromachy — (from Greek ταυρομαχία tauromachia , bull fight , from ταύρος tauros , bull + μάχη machē , battle, fight ) is a name for the cultural ritual of Bullfighting and also for the iconic central action of Mithras, the savior god of Mithraism. It is… …   Wikipedia

  • Stierkampf — Stierkämpfer in der Arena von Arles …   Deutsch Wikipedia

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”